Η φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδούς έχει μεγάλη σημασία τόσο για τη γονιμότητα της γυναίκας όσο και για τη φυσιολογική έκβαση μιας εγκυμοσύνης και για τη μητέρα και για το έμβρυο. Συγκεκριμένα για το έμβρυο, οι θυρεοειδικές ορμόνες παίζουν ρόλο στη φυσιολογική διαμόρφωση του κεντρικού νευρικού συστήματος. Τα ζωτικά κέντρα του εγκεφάλου σχηματίζονται ήδη από το 2ο μήνα της κύησης. Η φυσιολογική διαμόρφωση του κεντρικού νευρικού συστήματος καθ’όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αλλά και τον πρώτο χρόνο μετά τον τοκετό, έχει άμεση σχέση με τις ορμόνες του θυρεοειδούς.

Μια εγκυμοσύνη δοκιμάζει τις αντοχές πολλών διαφορετικών οργάνων και συστημάτων στο σώμα μιας γυναίκας. Ο όγκος του αίματος αυξάνει, η λειτουργία των νεφρών αυξάνει και η παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών καθώς και η ανάγκη σε ιώδιο αυξάνουν με 50%, για να καλύψουν τις ανάγκες και της μητέρας και του εμβρύου. Σε παλαιότερα χρόνια, λόγω της έλλειψης ιωδίου από τη διατροφή, παρατηρούνταν φαινόμενα κρετινισμού, που περιελάμβαναν καθυστέρηση της πνευματικής ανάπτυξης, επηρεασμό της ανάπτυξης του σκελετού, βρογχοκήλη (διογκωμένος θυρεοειδής) και κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στην εμφάνιση. Θεωρείται ότι ακόμα και μικρού βαθμού έλλειψη ιωδίου μπορεί να επηρεάσει την πνευματική ανάπτυξη του παιδιού.

Στη σημερινή εποχή όλα τα νεογέννητα ελέγχονται για υποθυρεοειδισμό. Σπάνια πια παρατηρούνται περιπτώσεις έλλειψης ιωδίου, λόγω της παρουσίας ιωδίου σε αρκετή ποσότητα στην καθημερινή διατροφή. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, συνιστάται ημερήσια πρόσληψη ιωδίου γύρω στα 250 μικρογραμμάρια (σε σύγκριση με 150 μικρογραμμάρια ημερησίως για τις μη εγκύους). Η κύρια πηγή ιωδίου είναι το αλάτι με ιώδιο, αλλά άλλες τροφές που επίσης περιέχουν ιώδιο είναι τα ψάρια, τα μαλάκια και οστρακοειδή και τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Είναι σημαντικό, γυναίκες που για κάποιο λόγο δεν προσλαμβάνουν αρκετό ιώδιο από την τροφή ημερησίως, να παίρνουν συμπλήρωμα ιωδίου κατά την εγκυμοσύνη.

Η λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα έχει μεγάλη σημασία για τη γονιμότητα. Κυρίως για τη γυναικεία γονιμότητα έχουν γίνει εκτεταμένες έρευνες, αλλά και για τους άντρες μπορεί να παίξει ρόλο. Στον υποθυρεοειδισμό στις γυναίκες, ακόμα και τον υποκλινικό υποθυρεοειδισμό, η γονιμότητα είναι επηρεασμένη. Στον υπέρθυρεοειδισμό αυξάνει σχετικά ο κίνδυνος αποβολής. Στην υπογονιμότητα παίζει καθοριστικό ρόλο η θεραπεία με θυροξίνη ακόμα και σε ελαφρά αυξημένες τιμές TSH (>2,5).
Ο θυρεοειδής του εμβρύου αρχίζει να λειτουργεί και να παράγει τις δικές του ορμόνες από τη 18η εβδομάδα της κύησης. Πριν από αυτό το χρονικό σημείο, το έμβρυο εξαρτάται πλήρως από την παραγωγή ορμονών της μητέρας. Ο απορυθμισμένος υποθυρεοειδισμός βλάπτει το έμβρυο και κυρίως την ανάπτυξη του νευρικού του συστήματος. Πόσο ρόλο παίζει εδώ ο υποκλινικός υποθυρεοειδισμός είναι ασαφές. Πιθανότατα, τιμές TSH κάτω από 10, με φυσιολογικά επίπεδα ελεύθερης Τ4, δεν εμπεριέχουν μεγάλο κίνδυνο για το έμβρυο. Στην πράξη όμως, προτιμάμε να ξεκινάμε θεραπεία σε κάθε περίπτωση υποκλινικού υποθυρεοειδισμού κατά την κύηση, για να αποφύγουμε κάθε ρίσκο να επηρεαστεί αρνητικά το έμβρυο. Μόνο η Τ4 περνάει τον πλακούντα, γι’αυτό όσοι ασθενείς λαμβάνουν συνδυασμό Τ4 με Τ3 ή μόνο Τ3, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης πρέπει να αλλάζουν σε μόνο Τ4. Αν αυτό, για κάποιους λόγους δεν είναι δυνατό, πρέπει να προσέχουμε ώστε τα επίπεδα Τ4 στο αίμα να είναι πάντα αρκετά.
Ο αθεράπευτος υποθυρεοειδισμός κατά την κύηση προκαλεί αυξημένο κίνδυνο για υπέρταση στη μητέρα, προεκλαμψία, πρόωρο τοκετό, χαμηλό βάρος γέννησης του παιδιού και ενδομήτριο θάνατο του εμβρύου.

Ο αθεράπευτος υπέρθυρεοειδισμός, συχνά λόγω της νόσου Graves, προκαλεί αυξημένο κίνδυνο για αποβολή, προεκλαμψία και ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης. Τα αντισώματα εναντίον του υποδοχέα της TSH (TSI ή TRab) περνάνε από τον πλακούντα και διεγείρουν το θυρεοειδή του εμβρύου, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε εμβρυϊκό υπερθυρεοειδισμό με ταχυκαρδία και καρδιακή ανεπάρκεια, καθυστέρηση της ανάπτυξης και πρόωρη ωρίμανση των οστών.

Μετά τον τοκετό προκαλείται μία έντονη αλλαγή στις ορμόνες μιας γυναίκας. Το ανοσοποιητικό σύστημα που για όλη τη διάρκεια της κύησης βρισκόταν σε μια χαμηλότερη ετοιμότητα, ξαφνικά ενεργοποιείται πλήρως. Γι’αυτό την περίοδο μετά τον τοκετό υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για μια γυναίκα να εμφανίσει κάποια αυτοάνοση πάθηση, όπως η επιλόχειος θυρεοειδίτιδα, η χρόνια αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα (Hashimoto) και η νόσος Graves.

Εξετάσεις του θυρεοειδούς κατά την κύηση
Τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό από τις διάφορες ορμόνες που υπάρχουν κατά τη διάρκεια μιας φυσιολογικής κύησης. Ειδικά τα επίπεδα της ελεύθερης Τ4 και Τ3 αυξομειώνονται πολύ κατά τους μήνες της κύησης, γι’αυτό η καλύτερη εξέταση για να δούμε ότι οι θυρεοειδικές ορμόνες είναι σε καλό επίπεδο είναι η TSH. Πάντως, ακόμα και η TSH, λόγω της συνάφειας που έχει ως μόριο με τη χοριακή γοναδοτροφίνη, πέφτει αρκετά ειδικά στο 1ο τρίμηνο της κύησης, η πτώση αυτή όμως είναι φυσιολογική και αναμενόμενη.
Οι ολικές Τ4 και Τ3 είναι περίπου 30% αυξημένες κατά την κύηση, λόγω της μεγάλης αύξησης, λόγω των οιστρογόνων, των πρωτεϊνών που δεσμεύνουν τις θυρεοειδικές ορμόνες.
Τα anti-TPO αντισώματα ανιχνεύονται στο 6-10% του υγιούς πληθυσμού με φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδή και στο 90% των ασθενών με υποθυρεοειδισμό. Στις εγκύους με κλινικό υποθυρεοειδισμό υπάρχουν σε ένα ποσοστό 80% και με υποκλινικό υποθυρεοειδισμό σε ποσοστό 50%. Η παρουσία αυτών των αντισωμάτων δεν αλλάζει τον τρόπο θεραπείας του υποθυρεοειδισμού, αλλά αν υπάρχουν κατά την κύηση χωρίς να έχουν προκαλέσει κάποιο πρόβλημα, μπορεί μετά τον τοκετό να προκαλέσουν υποθυρεοειδισμό. Κάποιες μελέτες έχουν δείξει αυξημένο κίνδυνο αποβολής και πρόωρου τοκετό σε παρουσία anti-TPO αντισωμάτων.

Θυρεοειδής και υπογονιμότητα
Οι γυναίκες που έχουν διαγνωστεί με υποθυρεοειδισμό ή υπερθυρεοειδισμό έχουν μειωμένη γονιμότητα, αλλά μπορούν κάλλιστα να συλλάβουν και να μείνουν έγκυες. Παρ’όλ’αυτά, καλό θα ήταν η εγκυμοσύνη να προγραμματιστεί αφού το πρόβλημα του θυρεοειδούς ρυθμιστεί.
Σε προβλήματα υπογονιμότητας ακόμα και ελαφρές αποκλίσεις στις εξετάσεις μπορεί να έχουν μεγάλη σημασία. Όλες οι γυναίκες που αναζητούν βοήθεια για υπογονιμότητα πρέπει να ελέγχονται για τη λειτουργία του θυρεοειδούς. Σε περίπτωση που η TSH είναι πάνω από 2,0 (2,5 το πολύ) πρέπει να ξεκινούμε θεραπεία με Τ4 ή σε περίπτωση που η γυναίκα είναι ήδη υπό αγωγή με Τ4, να αυξάνουμε τη δόση.
Ο υποθυρεοειδισμός είναι ένα πιο πολύπλοκο πρόβλημα με διάφορες λύσεις και πρέπει πάντα να συζητείται με τον ενδοκρινολόγο.
Μια γυναίκα που είναι υπό θεραπεία με Τ4 και μείνει έγκυος πάντα χρειάζεται μεγαλύτερη δόση, περίπου 30%, στην αρχή της εγκυμοσύνης (εβδομάδες 4-6).

Κύηση και υποθυρεοειδισμός
Αθεράπευτος υποθυρεοειδισμός κατά την κύηση αυξάνει τον κίνδυνο για υπέρταση στη μητέρα, προεκλαμψία, αποκόλληση πλακούντα, πρόωρο τοκετό, χαμηλό βάρος γέννησης και ενδομήτριο θάνατο του εμβρύου.
Σε περίπτωση που κατά την εγκυμοσύνη διαπιστώνεται υποθυρεοειδισμός που ήταν άγνωστος μέχρι τότε, πρέπει η θεραπεία με Τ4 να ξεκινάει άμεσα.
Χρειάζεται ειδική παρακολούθηση από ενδοκρινολόγο σε περιπτώσεις υποθυρεοειδισμού κατά την κύηση, καθώς τα όρια στις ορμόνες του θυρεοειδούς είναι διαφορετικά σε κάθε τρίμηνο της κύησης. Γι’ αυτό ο καλύτερος τρόπος παρακολούθησης τους θυρεοειδούς είναι μέσω της TSH. Καλό είναι ο έλεγχος της TSH να γίνεται κάθε 4η με 6η εβδομάδα κατά την κύηση, καθώς και για κάποιο διάστημα μετά τον τοκετό, μέχρι να επανέλθει η ισορροπία στο σώμα της γυναίκας.

Γνωστός υποθυρεοειδισμός που είναι ήδη υπό θεραπεία
Οι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία που είναι σε αγωγή με Τ4 για υποθυρεοειδισμό, πρέπει να σιγουρεύονται ότι ο θυρεοειδής είναι καλά ρυθμισμένος σε περίπτωση που σχεδιάζουν εγκυμοσύνη. Επίσης, αμέσως μετά τη διαπίστωση της εγκυμοσύνης πρέπει να ελέγχονται τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών.
Συνήθως, απαιτείται μια αύξηση της δόσης του Τ4 με περίπου 30%, ακόμα και πριν γίνουν οι αιματολογικές εξετάσεις για τις θυρεοειδικές ορμόνες στην αρχή της εγκυμοσύνης. Αυτό οφείλεται σε μια μεγάλη αύξηση λόγω των οιστρογόνων των πρωτεϊνών που δεσμεύουν τις ορμόνες του θυρεοειδούς, με αποτέλεσμα η ελεύθερη Τ4 να ελαττώνεται. Επιπλέον, οι ανάγκες του εμβρύου στην αρχή της εγκυμοσύνης για Τ4 είναι μεγαλύτερες. Ανάλογα με τα αποτελέσματα των αρχικών εξετάσεων και στη συνέχεια των εξετάσεων κάθε 4η – 6η εβδομάδα, ρυθμίζεται και η δόση του φαρμάκου.
Οι γυναίκες που παίρνουν συνδυασμό Τ4 και Τ3, καλό είναι να συνεχίζουν μόνο με Τ4 κατά την εγκυμοσύνη. Ο λόγος είναι ότι η Τ4 περνάει από τον πλακούντα ενώ η Τ3 όχι, επομένως δε βοηθάει το έμβρυο και δυσχεραίνει τον έλεγχο καθώς επηρεάζει αρκετά την TSH.

Εγκυμοσύνη και υπερθυρεοειδισμός
Σε περίπτωση διαπίστωσης υπερθυρεοειδισμού, δηλαδή αυξημένης λειτουργίας του θυρεοειδούς, κατά την εγκυμοσύνη, απαιτείται εντατικός έλεγχος με τη βοήθεια ενδοκρινολόγου. Συνήθως, ο υπερθυρεοειδισμός έχει ξεκινήσει πριν την εγκυμοσύνη. Η συχνότερη μορφή υπερθυρεοειδισμού είναι η νόσος Graves.
Στις εξετάσεις βλέπουμε πολύ χαμηλή TSH και υψηλή Τ4. Η παρουσία ή όχι των αντισωμάτων TRab ή TSI, είναι παθογνωμονική για τη νόσο Graves (περισσότερες πληροφορίες για τη νόσο Graves στο σχετικό άρθρο του υπερθυρεοειδισμού).

Γυναίκες που έχουν ήδη περάσει υπερθυρεοειδισμό παλαιότερα
Σε αυτές τις περιπτώσεις, στον πρώτο έλεγχο μετά τη διαπίστωση της εγκυμοσύνης, πρέπει μαζί με την TSH και την ελεύθερη Τ4 να ελέγχονται και τα TSI αντισώματα. Τα αντισώματα αυτά μπορεί να παραμένουν στο σώμα αρκετό καιρό μετά από τη θεραπεία μιας γυναίκας με υπερθυρεοειδισμό, ειδικά αν για τη θεραπεία η γυναίκα αυτή έχει χειρουργηθεί στο θυρεοειδή ή έχει λάβει ραδιοϊώδιο. Τα αντισώματα αυτά, διέρχονται από τον πλακούντα και μπορούν να διεγείρουν τον θυρεοειδή του εμβρύου, προκαλώντας υπερθυρεοειδισμό και στο έμβρυο.

Γυναίκες υπό θεραπεία για υπερθυρεοειδισμό κατά τη διαπίστωση εγκυμοσύνης
Η θεραπεία για τον υπερθυρεοειδισμό περιλαμβάνει μία κατηγορία φαρμάκων που ονομάζονται θυρεοστατικά, δηλαδή μειώνουν τη λειτουργία του θυρεοειδή. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν δύο ουσίες, η θειαμαζόλη και η προπυλθυειουρακίλη. Η θειαμαζόλη είναι αυτή που χρησιμοποιείται σαν πρώτη εκλογή. Όταν μια γυναίκα παίρνει θειαμαζόλη, καλό είναι να αποφύγει να μείνει έγκυος και αν προγραμματίζει εγκυμοσύνη, να αλλάξει σε προπυλθειουρακίλη με τη βοήθεια του ενδοκρινολόγου. Αν πάντως μείνει έγκυος έτσι κι αλλιώς, στο 1ο τρίμηνο πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξει σε προπυλθειουρακίλη. Θεωρητικά, στη συνέχεια της εγκυμοσύνης μπορεί να ξαναπάρει θειαμαζόλη, αλλά για πρακτικούς λόγους, είναι προτιμότερο να συνεχίσει για όλη την εγκυμοσύνη με προπυλθειουρακίλη. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται καλή συνεργασία μεταξύ ενδοκρινολόγου και γυναικολόγου.

Υπερθυρεοειδισμός της κύησης
Εκτός από τη νόσο Graves, υπάρχει μια άλλη μορφή υπερθυρεοειδισμού που είναι καλοήθης και παροδική και εμφανίζεται στο 1ο τρίμηνο της κύησης. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται υπερθυρεοειδισμός της κύησης και οφείλεται στα αυξημένα επίπεδα χοριακής γοναδοτροφίνης, που εργαστηριακά δίνουν την εικόνα υπερθυρεοειδισμού, με μειωμένη TSH. Ο υπερθυρεοειδισμός της κύησης φτάνει την κορύφωσή του την εβδομάδα 9 – 10, όταν και τα επίπεδα της χοριακής είναι τα υψηλότερα. Συνήθως, μέχρι την εβδομάδα 16 έχει αρχίσει να επανέρχεται, καθώς πέφτουν τα επίπεδα της χοριακής. Τα αντισώματα TSI είναι πάντα αρνητικά. Αυτή η κατάσταση δεν προκαλεί κάποιο σύμπτωμα στις περισσότερες περιπτώσεις και δεν απαιτείται κάποια ιδιαίτερη θεραπεία. Μόνο σε περίπτωση ήπιων συμπτωμάτων, όπως ταχυκαρδία, νευρικότητα, διάρροιες, μπορεί να δοθεί κάποιος β-αναστολέας για να μειώσει ταχύτερα τα συμπτώματα. Υπάρχει μια σχετική σύνδεση αυτού του παροδικού υπερθυρεοειδισμού με την υπερέμεση (αυξημένη τάση για εμετό) της κύησης.

Εγκυμοσύνη και νόσος Graves
Όπως προαναφέρθηκε, στη νόσο Graves με θετικά TSΙ αντισώματα, μπορεί να επηρεαστεί και το έμβρυο, γιατί αυτά τα αντισώματα περνάνε τον πλακούντα. Άρα από το 2ο μήνα και μετά, όταν θα έχει σχηματιστεί ο θυρεοειδής του εμβρύου, μπορεί να προκληθεί υπερθυρεοειδισμός και στο έμβρυο. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρη κύηση, επιβράδυνση της ανάπτυξης του εμβρύου, εμβρυϊκή καρδιακή ανεπάρκεια και ενδομήτριο θάνατο. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στον έλεγχο της ανάπτυξης του εμβρύου, μέσω υπέρηχου από το γυναικολόγο. Μετά τον τοκετό πρέπει να ελέγχεται από νεογνολόγο/παιδίατρο η θυρεοειδική λειτουργία του παιδιού.
Η θεραπεία της νόσου Graves κατά την εγκυμοσύνη γίνεται με προπυλθειουρακίλη που έχει μειωμένες πιθανότητες να επηρεάσει το έμβρυο σε σχέση με την θειαμαζόλη. Τα θυρεοστατικά συνδυάζονται με κατάλληλη δόση Τ4, ώστε ο θυρεοειδής να είναι ρυθμισμένος. Για τη μείωση των συμπτωμάτων του υπερθυρεοειδισμού μπορούμε να δώσουμε έναν β-αναστολέα. Σε περίπτωση πολύ ήπιου υπερθυρεοειδισμού, με ήπια αύξηση της Τ4 και χαμηλό ή αρνητικό τίτλο TSI, μπορεί να παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μία αυτόματη βελτίωση των εξετάσεων, ακόμα και χωρίς θεραπεία.
Θυρεοειδής και κατά την περίοδο της λοχείας
Στις γυναίκες που ξεκίνησαν θεραπεία με Τ4 κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή αύξησαν τη δόση του Τ4 που έπαιρναν πριν την εγκυμοσύνη, αμέσως μετά τον τοκετό μπορεί η δόση να μειωθεί κατευθείαν και μετά να ρυθμιστεί ανάλογα με τις αιματολογικές εξετάσεις.
Στην περίοδο αμέσως μετά τον τοκετό παρατηρείται μια αυξημένη δραστηριότητα στο ανοσοποιητικό σύστημα της γυναίκας, το οποίο κατά την εγκυμοσύνη βρισκόταν σε μία κατάσταση σχετικά μειωμένης λειτουργίας. Γι’ αυτό σε αυτή την περίοδο υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης αυτοάνοσων νόσων, όπως ο υποθυρεοειδισμός λόγω αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας, πχ Hashimoto, ή η νόσος Graves. Επομένως, γυναίκες που είχαν στο παρελθόν νόσο Graves ή εμφάνισαν θετικά anti-TPO αντισώματα ή έχουν κάποια συμπτώματα που να παραπέμπουν σε νόσο του θυρεοειδούς, καλό είναι να ελέγχονται σχετικά τακτικά για μια περίοδο κάποιων μηνών μετά τον τοκετό.

Επιλόχειος θυρεοειδίτιδα
Περίπου 6% των γυναικών περίπου 2-4 μήνες μετά τον τοκετό νοσεί με επιλόχειο θυρεοειδίτιδα. Η φλεγμονή αυτή στο θυρεοειδή έχει τρεις φάσεις, Αρχικά, γίνεται μια καταστροφή του θυρεοειδή και πολλές από τις ορμόνες που είναι αποθηκευμένες βγαίνουν στην κυκλοφορία. Τότε έχουμε την πρώτη φάση του υπερθυρεοειδισμού. Η φάση αυτή μέσα σε λίγες εβδομάδες αρχίζει και φθήνει και λόγω της βλάβης που υπέστη ο θυρεοειδής, η λειτουργία του πέφτει και περνάμε στη φάση του υποθυρεοειδισμού. Η 2η αυτή φάση μπορεί να εμφανιστεί μέσα σε 3-12 μήνες από τον τοκετό και μπορεί να κρατήσει 4-10 εβδομάδες. Κάποιες γυναίκες μένουν μόνιμα πλέον στη φάση του υποθυρεοειδισμού και δεν ανακάμπτουν. Σε πολλές περιπτώσεις όμως, υπάρχει και η 3η φάση, όπου ο θυρεοειδής ανακάμπτει πλήρως και η λειτουργία του είναι κανονική.
Κλινικά, στην υπερθυρεοειδική φάση, οι γυναίκες έχουν συμπτώματα υπερθυρεοειδισμού, τα οποία όμως, σε αντίθεση με άλλες μορφές υπερθυρεοειδισμού όπως η νόσος Graves, υποχωρούν σχετικά γρήγορα. Πάντως, αν τα συμπτώματα αυτά είναι ενοχλητικά για τη γυναίκα, μπορεί προσωρινά να ανακουφιστεί με κάποιον β-αναστολέα, μέχρι να παρέλθει αυτή η φάση.
Στην υποθυρεοιδική φάση, αν υπάρχουν συμπτώματα υποθυρεοειδισμού, μπορεί να βοηθηθεί κλινικά η γυναίκα με θεραπεία με Τ4. Η θεραπεία αυτή συνεχίζεται μέχρι να παρέλθει η φάση του υποθυρεοειδισμού ή και μόνιμα αν ο θυρεοειδής φαίνεται να μην ανακάμπτει.
Είναι καλό να γνωρίζει μία γυναίκα που έχει περάσει επιλόχειο θυρεοειδίτιδα, ότι σε περίπτωση νέας εγκυμοσύνης, υπάρχει εκ νέου αυξημένος κίνδυνος να επαναληφθεί η επιλόχειος θυρεοειδίτιδα μετά τον τοκετό.

Κλασσικός υποθυρεοειδισμός μετά τον τοκετό
Όπως προαναφέρθηκε, η περίοδος μετά τον τοκετό κρύβει αυξημένους κινδύνους για αυτοάνοσες ασθένειες όπως η αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα (πχ. Hashimoto). Είναι σύνηθες να καθυστερεί μερικές φορές η διάγνωση, καθώς τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού μπορούν να “κρυφτούν” στην αυξημένη κούραση που μπορεί να νιώθει ένας νέος γονιός. Η διάγνωση και η θεραπεία αναφέρονται αναλυτικά στο άρθρο περί υποθυρεοειδισμού.

Νόσος Graves μετά τον τοκετό
Παρόμοια με τον υποθυρεοειδισμό λόγω αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας, η νόσος Graves, που και αυτή είναι αυτοάνοση, έχει αυξημένες πιθανότητες να εμφανιστεί μετά από έναν τοκετό. Ιδαίτερος κίνδυνος υπάρχει σε γυναίκες που έχουν ήδη περάσει Graves στο παρελθόν και έλαβαν φαρμακευτική αγωγή. Σε περίπτωση που μία γυναίκα που θηλάζει εμφανίσει νόσο Graves, τότε, όπως και στην εγκυμοσύνη, προτιμάται η προπυλθειουρακίλη αντί της μεθιμαζόλης, γιατί περνάει σε μικρότερο βαθμό στο μητρικό γάλα.

Θηλασμός
Κατά την περίοδο του θηλασμού, μία γυναίκα που εμφανίζει υποθυρεοειδισμό μπορεί άφοβα να ξεκινήσει θεραπεία με Τ4. Σε περίπτωση υπέρθυρεοειδισμού, προτιμώνται όσο το δυνατόν μικρότερες δόσης θυρεοστατικών και ειδικά η προπυλθειουρακίλη αντί της μεθιμαζόλης, όπως αναφέρετ