H οστεοπόρωση είναι μια πολύ κοινή μεταβολική νόσος των οστών που συχνά αγνοείται και δε λαμβάνει την κατάλληλη θεραπεία, κυρίως επειδή είναι μια σιωπηλή νόσος μέχρι να εκδηλωθεί με κάποιο κάταγμα.
Συμπτώματα
Η οστεοπόρωση γενικά δεν γίνεται αντιληπτή έως ότου προκαλέσει κάποιο κάταγμα. Τα δύο στα τρία κατάγματα των σπονδύλων δεν προκαλούν πόνο.
Τα συνηθισμένα ευρήματα σε ασθενείς με επώδυνα κατάγματα στους σπονδύλους μπορεί να περιλαμβάνουν τα εξής:
- Οξύς πόνος μετά από κάποιο μικρό χτύπημα ή τραυματισμό.
- Πόνος που εντοπίζεται σε ένα συγκεκριμένο σημείο (σπόνδυλο) της σπονδυλικής στήλης.
- Ο πόνος είναι συνήθως οξύς και συχνά επιδεινώνεται από την κίνηση ή την άσκηση. Σε κάποιες περιπτώσεις ο πόνος αντανακλά στην περιοχή της κοιλιάς.
- Ο πόνος στη μέση συνοδεύεται και από σπασμούς στους μύες της πλάτης, που επιδεινώνονται με την κίνηση και βελτιώνονται με το σώμα σε ξαπλωτή θέση.
- Οι ασθενείς συχνά αποφεύγουν την κίνηση λόγω του πόνου.
- Ο οξύς πόνος συνήθως υποχωρεί μετά από 4-6 εβδομάδες. Σε περιπτώσεις πολλαπλών καταγμάτων σε σπονδύλους εμφανίζεται κύφωση («καμπούρα») και ο πόνος μπορεί να γίνει χρόνιος.
- Απώλεια 2-3 εκατοστών για κάθε κάταγμα σε σπόνδυλο και προοδευτική κύφωση («καμπούρα»).
Οι ασθενείς που έχουν υποστεί ένα κάταγμα στο ισχίο μπορεί να έχουν τα εξής συμπτώματα:
- Πόνος στο αντίστοιχο ισχίο ή στον γλουτό, στους μύες του ποδιού, ακόμα και στο γόνατο όταν ο ασθενείς προσπαθεί να σηκώσει βάρη.
- Περιορισμένη κινητικότητα της άρθρωσης του ισχίου.
- Το πόδι είναι σε στροφή προς τα έξω όταν ο ασθενής ξεκουράζεται.
Μπορεί να υπάρχουν δυσκολίες στην ισορροπία, ειδικά σε ασθενείς με προχωρημένη κύφωση, όπου έχει μετατοπιστεί το κέντρο βάρους.
Διάγνωση-Διερεύνηση
Ο βασικός εργαστηριακός έλεγχος περιλαμβάνει τα εξής:
- Γενική αίματος για πιθανή αναιμία
- Ηπατικά ένζυμα
- Ορμόνες του θυρεοειδούς
- Εξέταση της βιταμίνης D (ολική 25-ύδροξυ-D3)
- Ηλεκτροφόρηση των πρωτεϊνών του ορού
- Ασβέστιο και κρεατινίνη σε ούρα 24ώρου
- Παραθορμόνη
- Τεστοστερόνη και γοναδοτροπίνες στους άνδρες με οστεοπόρωση
Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας συνιστάται στις παρακάτω ομάδες ασθενών:
- Γυναίκες άνω των 65 και άνδρες άνω των 70, ανεξαρτήτως λοιπών παραγόντων κινδύνου ή συμπτωμάτων
- Οι γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και οι άνδρες μεταξύ 50-59, εφόσον υπάρχουν παράγοντες κινδύνου
- Οι γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και οι άνδρες μετά τα 50, που είχαν τουλάχιστον ένα κάταγμα στην ενήλικη ζωή τους
Η μέτρηση οστικής πυκνότητας DXA είναι η εξέταση που χρησιμοποιείται για τη διάγνωση και παρακολούθηση της οστικής μάζας. Η πιο απλή εξέταση της μέτρησης οστικής πυκνότητας στον καρπό είναι για να αναγνωρίζονται είτε οι ασθενείς που πιθανώς να έχουν πρόβλημα και τότε χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση είτε εκείνοι που έχουν πολύ χαμηλό κίνδυνο για κάποιο κάταγμα, οπότε δε χρειάζονται άλλες εξετάσεις.
Η μέτρηση DXA μας δίνει το λεγόμενο T-score που είναι η σύγκριση της οστικής πυκνότητας κάθε ατόμου με την οστική πυκνότητα που θεωρείται ιδανική. Το σκορ αυτό σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας δείχνει τα εξής:
- T-score πάνω από -1 δείχνει φυσιολογική οστική πυκνότητα
- T-score από -1 έως -2,5 δείχνει οστεοπενία
- T-score κάτω από -2.5 δείχνει οστεοπόρωση
- T-score κάτω από 2.5 μαζί με οστεοπορωτικό κάταγμα δείχνει σοβαρή οστεοπόρωση
Η εξέταση DXA μας δίνει επίσης και το Z-score, που δείχνει την οστική πυκνότητα ενός ατόμου σε σχέση με άτομα του ίδιου φύλου, ηλικίας και εθνικότητας. Το Z-score χρησιμοποιείται συνήθως σε νεότερα άτομα (προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, άνδρες κάτω των 50 και παιδιά) και με βάση αν το αποτέλεσμα είναι κάτω ή πάνω από -2 μπορούμε να πούμε ότι το συγκεκριμένο άτομο έχει οστική πυκνότητα χαμηλότερη ή αναμενόμενη για την ηλικία αντίστοιχα. Η διάγνωση για την οστεοπόρωση δε μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά στο Ζ-score, αλλά και σε άλλα κριτήρια.
Μια άλλη εξέταση που χρησιμοποιείται ως αρχική για να εντοπιστούν ασθενείς με πιθανή μειωμένη οστική πυκνότητα είναι ο υπέρηχος στη φτέρνα. Η εξέταση αυτή είναι φθηνότερη από την DXA, μπορεί να γίνει οπουδήποτε με φορητό μηχάνημα και δεν έχει ακτινοβολία. Όμως δεν υπάρχουν διαγνωστικά κριτήρια με βάση το αποτέλεσμά της. Επομένως, μια παθολογική τέτοια εξέταση δίνει την αφορμή για περαιτέρω έλεγχο με DXA.
Σε συγκεκριμένες κατηγορίες ασθενών και ανάλογα το αποτέλεσμα της μέτρησης οστικής πυκνότητας συνιστάται ακτινογραφικός έλεγχος της σπονδυλικής στήλης, του ισχίου και του μηριαίου οστού ή οποιουδήποτε άλλου μέρους, για το οποίο υπάρχει υποψία κατάγματος.
Οι κατηγορίες αυτές είναι:
- Γυναίκες πάνω από 70 και άνδρες πάνω από 80, οι οποίοι έχουν μετρήσεις που στη σπονδυλική στήλη, στο ισχίο ή στο μηριαίο οστό που αντιστοιχούν σε ελαφρά οστεοπενία (T-score κάτω από -1).
- Γυναίκες μεταξύ 65 και 69 ετών και άνδρες μεταξύ 70-79, οι οποίοι έχουν μετρήσεις που στη σπονδυλική στήλη, στο ισχίο ή στο μηριαίο οστό που αντιστοιχούν σε πιο προχωρημένη οστεοπενία (T-score κάτω από -1,5).
- Μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ή άνδρες πάνω από 50, που έχουν κάποιο κάταγμα χαμηλής φόρτισης, απώλεια ύψους πάνω από 2 εκατοστά ή μακρόχρονη θεραπεία με κορτιζόνη.
Θεραπεία-Διαχείριση
Θετικά αποτελέσματα έχουν κάποιες αλλαγές στον τρόπο ζωής με σκοπό να αποφευθούν μελλοντικά κατάγματα:
- Ασκήσεις με βάρη για την ενδυνάμωση του σκελετού και των μυών
- Εξασφάλιση αρκετής ημερήσιας πρόσληψης ασβεστίου και βιταμίνης D ως θεραπείας για την αποφυγή καταγμάτων
Εκτός από τα συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D, η ενεργή φαρμακολογική θεραπεία για την οστεοπόρωση δίνεται σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ή σε άνδρες άνω των 50 ετών που έχουν ένα από τα παρακάτω:
- Κάταγμα σε σπόνδυλο ή στο ισχίο
- T-score κάτω από -2,5
- Χαμηλή οστική πυκνότητα (σε επίπεδα οστεοπενίας με T-score μεταξύ -1 και -2,5 είτε στη σπονδυλική στήλη είτε στο ισχίο) και αυξημένο κίνδυνο για κάταγμα είτε στο ισχίο (με κίνδυνο πάνω από 3%) είτε γενικά για οποιοδήποτε οστεοπορωτικό κάταγμα (με κίνδυνο πάνω από 20%). Ο κίνδυνος αυτός υπολογίζεται μέσω του αλγορίθμου FRAX που συζητείται παρακάτω.
Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης είναι τα παρακάτω:
- Φάρμακα πρώτης γραμμής: Διφωσφονικά (Alendronate, risedronate, zoledronic acid, Ibandronate)
- Φάρμακα δεύτερης γραμμής: Το μονοκλωνικό αντίσωμα denosumab
- Φάρμακα δεύτερης-τρίτης γραμμής: Raloxifene
- Φάρμακα τελευταίας γραμμής: Calcitonin
- Θεραπεία σε ασθενείς με πολύ μεγάλο κίνδυνο κατάγματος, στους οποίους η αγωγή με διφωσφονικά απέτυχε: teriparatide
Ο αλγόριθμος FRAX
Αυτός ο αλγόριθμος αναπτύχθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και είναι μία μέθοδος υπολογισμού του κινδύνου οστεοπορωτικού κατάγματος σε κάθε ασθενή, λαμβάνοντας υπόψιν την εθνικότητα, το φύλο, την ηλικία, διάφορους παράγοντες κινδύνου και την οστική πυκνότητα. Μας δίνει δύο ποσοστά, ένα για τον κίνδυνο κατάγματος στο ισχίο μέσα στα επόμενα 10 χρόνια και ένα ποσοστό για τον κίνδυνο μείζονος οστεοπορωτικού κατάγματος ανεξαρτήτου θέσης μέσα στα επόμενα 10 χρόνια. Είναι ένα χρήσιμο εργαλείο, που μας βοηθάει σε οριακές περιπτώσεις να αποφασίσουμε αν ο ασθενής θα ξεκινήσει αγωγή ή όχι.
Το εργαλείο αυτό μπορείτε να το βρείτε εδώ.